αινοδρυφής

αινοδρυφής
αἰνοδρυφὴς (-οῡς), -ὲς (Α)
αυτός που πληγώνει φοβερά το σώμα του σε εκδηλώσεις πένθους (κυρίως το πρόσωπο και το στήθος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + -δρυφὴς < δρύπτω «σπαράσσω, σχίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αἰνοδρυφής — sadly torn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”